Αλωνάρης ο Ιούλης. Έτσι τον λέγαν και έτσι ήτανε.
Θυμάμαι παλιά, μικρό παιδί, όταν το καλοκαίρι είχε μπει για τα καλά και αφού είχαμε θερίσει και μαζέψει σε θημωνιές κοντά στ’ αλώνι τα χερόβολα με τα κριθάρια, ή σ’τάρια ή τα μ’γάδια, απλώναμε λίγα, λίγα για να ζεσταθούν με τον καυτό ήλιο για να τα ρίξουμε στ’ αλώνι να τα πατήσουν οι αγελάδες μαζί με τον άνθρωπο που τις ακολουθούσε.
Δουλειά σκληρή και για τους ανθρώπους και για τα ζώα, που στο λιοπύρι του Ιούλη γύριζαν μέσα στο αλώνι για ώρες πολλές μέχρι που να γύρει ο ήλιος να τα ξεζέψουν και να βγουν απ’ τ’ αλώνι.
Όσο περισσότερο τα στάχυα ήταν ζεσταμένα απ’ τον ήλιο, τόσο πιο εύκολα έσπαζαν και γίνονταν άχυρο, βγαίνοντας ο καρπός από την κεφαλή τους.
Κατά διαστήματα άλλαζαν οι άνθρωποι που συνόδευαν τα ζώα μέσα στο αλώνι, για να πιουν ένα νερό, χλιαρό σχεδόν από τη ζέστα του ήλιου και να καθίσουν για λίγο σε κάποιο σκιερό μέρος να ανασάνουν. Τα ζώα φυσικά συνέχιζαν να γυρίζουν και κάθε τόσο τους άλλαζαν τη φορά περιστροφής για να πατηθούν τα άχυρα με διαφορετική πατημασιά ώστε να γίνουν σχεδόν όλα ισομετρικά και να ξεζαλιστούν κι αυτά λίγο.
Όσοι βρίσκονταν έξω απ’ το αλώνι έριχναν τα χερόβολα μέσα σ’ αυτό, καθώς γύριζαν ζώα και ο άνθρωπος που τα συνόδευε.
Τα κοτσάνια τους έμπηζαν, ορισμένες φορές μάτωναν κι όλας, τα πόδια και τα χέρια αυτών που γύριζαν μέσα στο αλώνι, αλλά και αυτών που τα έριχναν, γιατί από την πολύ ζέστα ήταν σαν ακίδες.
Βέβαια πριν το αλώνισμα ήταν απαραίτητη η συντήρηση του αλωνιού για να μην πέφτουν έξω οι καρποί που ήταν τόσο περιζήτητοι στα τότε δύσκολα χρόνια.
Και πως γίνονταν αυτή;
Το αλώνι ήταν κατασκευασμένο από όρθιες πλάκες, στοιχισμένες δίπλα η μια στην άλλη ώσπου να κλείσει ο κύκλος, για να εμποδίζουν τα άχυρα και τον καρπό να πέφτει έξω από το αλώνι στο χωράφι και να χάνεται.
Στις ενώσεις των πλακών μεταξύ τους δημιουργούνταν κάποιο κενό, το οποίο λόγω έλλειψης τότε τσιμέντου ή σοβά, αλλά κι αν υπήρχε ήταν ακριβό για τους γεωργούς της τότε εποχής, αλείφονταν με φρέσκια κοπριά των αγελάδων (βουιδιά), η οποία αραιώνονταν με νερό για να κολλάει σαν σοβάς μαζί με λίγο άχυρο και να βουλώνει το κενό μεταξύ των πλακών.
Κι όλα αυτά γίνονταν με γυμνά χέρια! Για να θυμόμαστε και την παράδοση με τα τόσα δύσκολά της.
Μετά δε, ψάχναμε να βρούμε νερό στο λαγκάδι, ή σε κάποια στέρνα – γούρνα, για να πλυθούμε όπως μπορούσαμε, για να καθαριστούμε μερικώς ώσπου να κάνουμε ένα καλύτερο μπάνιο στο σπίτι, πάλι με πολλές δυσκολίες της εποχής.
Ελπίζω να έχουμε και συνέχεια στις γεωργικές ασχολίες της εποχής αυτής, 1960 και μετά, ώσπου έφτασε η αλωνιστική μηχανή και διευκόλυνε κάπως την κατάσταση.
Τήνος 5 Ιουλίου 2023
Νίκος Φώσκολος Καναλέτος